- ανάγκασμα
- το (Α ἀνάγκασμα) [ἀναγκάζω]1. βία, εξαναγκασμός2. παρότρυνση, προτροπή3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάγκασμα — compulsion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
ԲՌՆԱԴԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 515 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. βία vis, violentia, ἁνάγκασμα coactio, necessitas Բռնադատելն, իլն. բռնութիւն ընդդէմ ազատութեան. հարկ. զօռ, զարպ, ճէպր. *Ոչ ուրուք բռնադատութեամբ, բայց իւրովք իշխան կամօք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αναγκασμός — αναγκασμός, ο και ανάγκαση, η και ανάγκασμα, το, ατος εξαναγκασμός, πίεση: Αυτό που κάνεις είναι αναγκασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)